- ξεινοβάκχη
- ξεινοβάκχηmad for love of the strangerfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεινοβάκχη — ξεινοβάκχη, ἡ (Α) (για τη Μήδεια) αυτή που είναι μανιώδης εξαιτίας τού έρωτα τον οποίο νιώθει για ξένο, δηλ. τον Ιάσωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεῖνος, ιων. τ. τού ξένος + βάκχη) … Dictionary of Greek
ξεινοβάκχης — ξεινοβάκχη mad for love of the stranger fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)